Οι εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ ολοκληρώθηκαν και πιστεύω ότι τώρα είναι ώρα για τα πρώτα πολιτικά συμπεράσματα. Και θα με ρωτήσει κάποιος: τι σε νοιάζει εσένα αφού πλέον δεν ανήκεις σ’ αυτό το κόμμα;

Φυσικά, από το 2013 δεν ανήκω πλέον στο ΠΑΣΟΚ και ουδέποτε ασπάστηκα όλα τα φαιδρά σχήματα που προσπάθησαν να το υποκαταστήσουν (Ελιές, Συμπαρατάξεις, ΚΙΝΑΛ κλπ.). Όμως το ΠΑΣΟΚ είναι ο πολιτικός σχηματισμός στον οποίο ανδρώθηκα πολιτικά, πίστεψα και ακολούθησα, αγωνίστηκα για τις Αρχές και τις Αξίες του και τιμώ την παρακαταθήκη που μας άφησε ο Ανδρέας και η 3η Σεπτέμβρη.

Άρα, θεωρώ πως έχω το δικαίωμα να καταθέσω την άποψή μου για τα τεκταινόμενα στον κομματικό αυτό σχηματισμό, στον οποίον ακόμα ανήκουν πολλοί φίλοι και σύντροφοί μου, τους οποίους ουδέποτε έπαψα να τιμώ και να αγαπώ..

Αρχικά να πω ότι ποτέ μου δεν πείστηκα ότι το σημερινό αυτό σχήμα (θλιβερό κατάλοιπο του ένδοξου ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘80) θα μπορέσει να αποτελέσει ξανά την μεγάλη αγκαλιά η οποία θα χωρέσει όλους του Δημοκράτες πολίτες, τους Προοδευτικούς ανθρώπους του τόπου, όπως το οραματίστηκε και το πραγμάτωσε ο Ανδρέας. Για την ακρίβεια, απώλεσε αυτή την δυνατότητα από το 1996 όταν μετατράπηκε σταδιακά σε εξουσιαστικό μηχανισμό εξυπηρέτησης συμφερόντων της ντόπιας και της ξένης ολιγαρχίας, κόβοντας τους παραδοσιακούς δεσμούς με τους «μη προνομιούχους», απεμπολώντας τα κυριαρχικά Εθνικά δικαιώματα και απαξιώνοντας την Εθνικής μας Αξιοπρέπεια (Οτσαλάν, Ίμια, Ελσίνκι), μετατρεπόμενο σε όργανο εξυπηρέτησης διαπλεκόμενων συμφερόντων και ιδεολογικό συνοδοιπόρο της συντήρησης.

Υπήρξε μια αναλαμπή ελπίδας ότι το σαρωτικό 44% του 2009 ίσως επανέφερε το ΠΑΣΟΚ στον ιστορικό του «δρόμο», όμως παρά τις – ενδεχόμενες – καλές προθέσεις, η ηγεσία του ΓΑΠ αποδείχθηκε «πολύ λίγη» και ανεπαρκής να «χτυπήσει το κακό στη ρίζα του» συγκρουόμενη με τα κατεστημένα συμφέροντα. Όταν, μάλιστα, διέθετε την απόλυτη στήριξη και αποδοχή του συντριπτικά μεγαλύτερου τμήματος του Ελληνικού λαού. Ποιος ξεχνάει το σύνθημα «Γιώργο, άλλαξέ τα ΟΛΑ»; Σύνθημα το οποίο ο ΓΑΠ αποδείχθηκε ανεπαρκής να μετουσιώσει σε πράξη, όσο κι αν κατά βάθος επιθυμούσε.

Οι μετέπειτα – καταστροφικές – εξελίξεις ήρθαν ως αναπόφευκτο επακόλουθο.

Ας πάμε όμως στην διαδικασία εκλογής Προέδρου στο ΚΙΝΑΛ, αυτή καθ΄ αυτή. Κατ’ αρχάς διαφωνώ ριζικά και κάθετα με τέτοιες διαδικασίες «εκλογής» Προέδρου από τη βάση. Στα πολιτικά κόμματα η εκλογή Οργάνων (διότι ο πρόεδρος είναι κομματικό οφίτσιο, κομματικό – μονοπρόσωπο, έστω – Όργανο) έρχονται ως επιστέγασμα και φυσικό επακόλουθο μιας πολιτικο-ιδεολογικής σύγκρουσης ή/και σύνθεσης. Η εκλογή «Αρχηγού» από τη βάση  – και μάλιστα από ένα απολύτως απροσδιόριστο εκλογικό σώμα – συνιστά μια «ποπουλίστικη» και εν πολλοίς απολίτικη διαδικασία, μια «πασαρέλα» προσώπων, η οποία στην ουσία ακυρώνει την κάθε πολιτική διαδικασία που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να έχουν και με την οποία να λειτουργούν τα πολιτικά κόμματα. Ασχέτως της όποιας οργανωτικής δομής, έχοντας υπόψη τις σημερινές ψηφιακές δυνατότητας (αλλά και αδυναμίες), ένα πολιτικό κόμμα οφείλει να διεξάγει διάλογο και αντιπαράθεση/σύνθεση πολιτικών απόψεων στο εσωτερικό του. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διατηρήσει τον τίτλο και την ιδιότητα του «κόμματος». Αλλιώς, είναι απλά μια λέσχη κοινωνικής συνεύρεσης (και αν…). Αυτόν δηλαδή τον εκφυλισμό για τον οποίο κατηγορούσαμε και χλευάζαμε τη ΝΔ τη δεκαετία του ’80, σήμερα όχι μόνο τον λουζόμαστε αλλά και τον έχουμε υιοθετήσει απολύτως.

Ο πρόεδρος, λοιπόν, σ’ ένα πολιτικό κόμμα, οφείλει – κατά την άποψή που έχω εγώ για την λειτουργία των κομμάτων – να εκλέγεται από θεσμοθετημένο Όργανο (Συνέδριο, Κεντρική Επιτροπή κλπ.).

Ας περάσουμε λοιπόν στην αξιολόγηση των υποψηφίων:

Στην πασαρέλα αυτή, στα ιδιότυπα αυτά «πολιτικά καλλιστεία», συμμετείχαν 6 στελέχη με τα εξής χαρακτηριστικά:

Ανδρουλάκης: ένα δημιούργημα του «κομματικού σωλήνα» [με εντυπωσιακό όμως μηχανισμό που τον δημιούργησε και τον συντήρησε – (πώς άραγε;)] τα τελευταία χρόνια, αλλά με ΜΗΔΕΝΙΚΟ πολιτικό λόγο και ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ προτάσεις. Ένα απολίτικο νεφέλωμα κάτω από τις – εύηχες μεν, αλλά κενές περιεχομένου – διακηρύξεις «Μαζί», «Μπροστά», «Πολιτική Αυτονομία». «Μαζί», ποιοί με ποιούς; «Μπροστά», προς ποια κατεύθυνση; «Πολιτική αυτονομία» με ποιο περιεχόμενο, ποιές τακτικές  επιλογής συμμαχιών, ποια στρατηγική στόχευση;

Ποιο είναι το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η υποψηφιότητα Ανδρουλάκη; Ποιες οι συγκεκριμένες προτάσεις του για το μέλλον της Παράταξης και της Πατρίδας;

Κατά τη γνώμη μου καμία και κανένα! Το απόλυτο «τίποτα»! Μια απολίτικη, εύπεπτη μεν, αλλά ομιχλώδης και χωρίς «γωνίες» και «προοπτική συγκρούσεων» υποψηφιότητα, που ενσωματώνει και προσωποποιεί όλο τον εκφυλισμό του ΠΑΣΟΚ τις τελευταίες δεκαετίες.

Γερουλάνος: ίσως η μοναδική υποψηφιότητα με πολιτικό περιεχόμενο, με ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα και με διατυπωμένο πολιτικό Όραμα για την Παράταξη. Αποκέντρωση, περιφερειακός σχεδιασμός, ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, δημοκρατική λειτουργία και λογοδοσία, καθημερινή επαφή με την κοινωνική βάση, συνιστούν ένα καινοτόμο μοντέλο διάρθρωσης και οργάνωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας το οποίο αποτελεί ίσως ένα βήμα εξέλιξης της πολιτικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ του ’80 περί αποκέντρωσης και ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης.

Ενδιαφέρουσα προσέγγιση, που όμως άξιζε να τεθεί σε πλατιά δημοκρατική διαβούλευση επί της ουσίας. Όχι όμως σε μια τέτοια (σαν την χθεσινή) διαδικασία, αλλά στη διαδικασία ενός προσυνεδριακού διαλόγου. Και σίγουρα όχι σε ένα μόρφωμα σαν το ΚΙΝΑΛ. Σε ένα άλλο κόμμα, με πραγματικά πολιτικά χαρακτηριστικά και λειτουργία, ίσως…

Το λάθος του Γερουλάνου είναι ότι – ενώ διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά και την ιδεολογικο-πολιτική συγκρότηση – δέχθηκε να εισέλθει και να συμμετάσχει σε μια τέτοια διαδικασία προδιαγεγραμμένης φθοράς και ήττας, αντί να απεγκλωβιστεί και να ηγηθεί μιας νέας, ελπιδοφόρας και με πολιτικό περιεχόμενο απόπειρας.

Καστανίδης: ένας έντιμος πολιτικός ο οποίος δεν δίστασε στο παρελθόν να απεμπολήσει οφίτσια μη δεχόμενος να προσμετρηθεί στο σύνολο των διεφθαρμένων διαχειριστών της εποχής Σημίτη. Ένας πολιτικός με σαφές προοδευτικό προσανατολισμό, με συγκροτημένο πολιτικό λόγο και με σωστές (κατά την άποψή μου) προτάσεις, οι οποίες όμως δεν κατάλαβα εάν συγκροτούν ένα συνολικό Σχέδιο.

Έπρεπε να βαδίσει σε έναν δρόμο προσωπικού πολιτικού «απεγκλωβισμού», όπως και ο Γερουλάνος.

Λοβέρδος: Απαξιώ και να σχολιάσω έναν «πολιτικό» ο οποίος «κρέμασε στα μανταλάκια» και διέσυρε αξιολύπητες ανθρώπινες υπάρξεις, σ’ ένα ιδιότυπο ρατσιστικό «πογκρόμ». Η επιτομή του μεταμοντέρνου δεξιόστροφου «σοσιαλ-φιλελευθερισμού», βγαλμένος κατευθείαν από την «εκσυγχρονιστική μήτρα», ομοτράπεζος της νέο-ακροδεξιάς και πρόθυμος συνοδοιπόρος της συντήρησης. Ένας βερμπαλιστής δανδής, που εντυπωσιάζει μεγαλοκυρίες της αστικής τάξης των Αθηνών και νέο-γιάπηδες των πολυεθνικών, αλλά και αυτούς που δεν βλέπουν το επικίνδυνο πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το «clean-cut» προσωπείο.

Πέραν του θέματος ηθικής τάξεως που υπάρχει στο πρόσωπό του με την ποινική του δίωξη, ιδεολογικά είναι «ξένο σώμα» στην Παράταξη στην οποία εγώ πίστεψα και στρατεύθηκα.

Ουδέν περαιτέρω σχόλιο…

Παπανδρέου: ένας έντιμος πολιτικός, ίσως ο «πιο αδικημένος» των τελευταίων δεκαετιών, αλλά με δικά του σοβαρά διαχειριστικά λάθη. Παρά τις καλές προθέσεις (τις οποίες του αναγνωρίζω) χειρίστηκε λάθος κρίσιμες συγκυρίες και δέχθηκε ο ίδιος να μετατραπεί σε «σάκο του μποξ» των πολιτικών του αντιπάλων. Με αναπόφευκτο καταστροφικό αντίκτυπο στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Η πολιτική είναι σκληρός στίβος, είναι πόλεμος στον οποίον δεν πηγαίνεις με τριαντάφυλλα και ουμανιστικές και παισφίστικες στάσεις τύπου «Γκάντι». Και – κυρίως – ο πολιτικός στίβος δεν είναι πεδίο συγχώρεσης και αναζήτησης «δεύτερης ευκαιρίας». Κανέναν δεν αφορά η προσωπική δικαίωση και η υστεροφημία του Παπανδρέου, όταν μάλιστα ο ίδιος ευθύνεται που έχασε τη δυνατότητα επανάκαμψης και επιστροφής σε πρωταγωνιστικό και ηγετικό ρόλο.

Η υποψηφιότητά του μπορεί να κρίθηκε επιβεβλημένη από την «ηγεσία» του ΚΙΝΑΛ, εν όψει του αδόκητου χαμού της Φώφης Γεννηματά, ως «αντίπαλον δέος» στην «επικίνδυνη» υποψηφιότητα» Λοβέρδου, όμως την κοινωνία δεν την ενδιαφέρει η αποκατάσταση της υστεροφημίας του ΓΑΠ. Την ενδιαφέρει η διατύπωση ενός σύγχρονου Οράματος κι ενός ρεαλιστικού και υλοποιήσιμου πολιτικού προγράμματος το οποίο θα απαντά στις αγωνίες της και θα δίνει ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες λύσεις στα προβλήματά της.

Ακόμα κι αν εκλεγεί στην 2η Κυριακή με αντίπαλο τον Ανδρουλάκη, κανείς δεν εγγυάται ότι θα βγάλει την Παράταξη από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει και θα την οδηγήσει στην εξουσία.

Η απλή επίκληση της αντιδεξιάς» φυσιογνωμίας δεν αρκεί. Πρέπει να μεταφράζεται εν τοις πράγμασι σε πολιτικές.

Χρηστίδης: ένας νεαρός που είδε τη σκιά του και νόμισε ότι είναι το μπόι του. Παιδί του κομματικού σωλήνα, τον οποίον ανέδειξε η Φώφη Γεννηματά (εξ ού και οι συνεχείς αναφορές και επικλήσεις στο έργο και στην παρακαταθήκη της). Από απόψεως άρθρωσης πολιτικού λόγου και διατύπωσης συγκεκριμένων προτάσεων, το «απόλυτο τίποτα». Η υποψηφιότητά του (και τα πήγε αρκετά καλά, τηρουμένων των αναλογιών – δείγμα κι αυτό της σε μεγάλο βαθμό ανωριμότητας της «βάσης») δεν σηματοδότησε απολύτως τίποτα. Απλά, θα προσπαθήσει να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά στο μέλλον, την αναγνωρισιμότητα που κατέκτησε.

Εν κατακλείδι, η «εκλογή Αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ», μια διαδικασία που στην ουσία δεν αφορούσε την πλατιά πλειοψηφία της κοινωνίας και εκ προοιμίου δεν θα οδηγούσε πουθενά, βαίνει προς την ολοκλήρωσή της, η οποία πάλι δεν θα οδηγήσει πουθενά.

Το γεγονός ότι η συμμετοχή ήταν τόσο υψηλή (απροσδόκητα υψηλή!) κατά την άποψή μου καταδεικνύει την απελπισμένη ανάγκη των δημοκρατικών πολιτών (όπως εκφράστηκε από μια αρκετά σημαντική μερίδα – όχι την συντριπτική πελιοψηφία) να «πιαστούν από κάπου» και ακουμπήσουν τις ελπίδες τους σε ένα κόμμα που θα τους οδηγήσει σε καλύτερες ημέρες, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της νέο-φιλελεύθερης βαρβαρότητας που βιώνουν. Όμως με απλή επίκληση των «συμβόλων» και προφορική αναφορά στο «ένδοξο» παρελθόν του ΠΑΣΟΚ (του «αληθινού», σοσιαλιστικού και ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ, του ΠΑΣΟΚ της υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής και της Εθνικής αξιοπρέπειας) δεν οδηγείται η Παράταξη πουθενά.

Χωρίς την διατύπωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης, με αναπτυξιακή στόχευση και σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, δεν πρόκειται ούτε να «αντιμετωπίσεις» το κατεστημένο και τη διαπλοκή, ούτε να συσπειρώσεις και να στρατεύσεις τον δημοκρατικό κόσμο που βολοδέρνει σε ανιστόρητες και αδιέξοδες επιλογές (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ κλπ.) ή ιδιωτεύει.

Χρειάζεται μια νέα ΕΚΚΙΝΗΣΗ της Παράταξης. ΤΩΡΑ είναι η ώρα!

Μια πρώτη απόπειρα πολιτικής αποτίμησης του χθεσινού αποτελέσματος των εκλογών (χωρίς να έχουν μελετηθεί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τα επί μέρους στατιστικά στοιχεία της κάλπης):
1. Ο δικομματισμός επιστρέφει. Τα δύο μεγάλα κόμματα «εξουσίας» συγκέντρωσαν πάνω από 70% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων, γεγονός που καταδεικνύει την επανακαθιέρωση των δύο κυρίαρχων αντίπαλων πολιτικών πόλων. Θεωρώ ότι αυτό το πρώτο στοιχείο είναι ένα σαφές – αλλά πρώιμο ακόμα – δείγμα επιστροφής στην – λεγόμενη – «κανονικότητα». Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και η ανάδυση κάθε λογής απίθανων πολιτικών σχηματισμών (και μερικών εξ αυτών επικίνδυνων, όπως η Χ.Α.) δείχνει να υποχωρεί. Δειλά δειλά ακόμα, αλλά πιστεύω πως είναι ένα ρεύμα που θα εδραιωθεί σε βάθος χρόνου. Η επιστροφή στην «κανονικότητα» θα εδραιώσει τους δύο κυρίαρχους πόλους – φορείς πολιτικών: τον προοδευτικό και τον συντηρητικό πόλο.
Θέση για παραδοσιακές διακριτές πολιτικές δυνάμεις όπως π.χ. το ΚΚΕ υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει. Θα αναφερθώ παρακάτω αναλυτικότερα.
2. Η Ν.Δ. επανέκαμψε με ισχυρή αυτοδυναμία. Το ποσοστό της (οριακά κάτω από 40%) της επιτρέπει να επιχειρήσει να εφαρμόσει χωρίς συμβιβασμούς και «εκπτώσεις» το πρόγραμμά της, το οποίο είναι στην ουσία ένα άθροισμα ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Και αναφέρομαι σε άθροισμα διότι δεν υπάρχει κάποιο συνεκτικό στοιχείο μεταξύ τους, αλλά αποτελούν έναν «αχταρμά» νεοφιλελεύθερων εξαγγελιών, ασύνδετων μεταξύ τους, που το μόνο που θα καταφέρουν είναι να αποδιοργανώσουν κάθε έννοια Κράτους, Κοινωνικής Μέριμνας και Κοινωνικής Προστασίας, προς όφελος της ασύδοτης επικράτησης ιδιωτικών συμφερόντων. Και με δεδομένο ότι ο Ελληνικός Καπιταλισμός ουδέποτε υπήρξε επί της ουσίας παραγωγικός αλλά απλά μεταπρατικός, αυτό είναι ένα πολύ ανησυχητικό γεγονός. Αν δε, ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο σχεδόν της Αυτοδιοίκησης Β’ βαθμού (εκεί όπου υπάρχουν και τα χρήματα, από τα Περιφερειακά Προγράμματα των ΕΣΠΑ) έχει περάσει στον έλεγχο της Δεξιάς και με δεδομένη την ανυπαρξία οργανωμένων δομών κοινωνικής και εργατικής αντίστασης, το μέλλον προμηνύεται μάλλον πολύ «σκοτεινό».
Λέω ότι η Ν.Δ. «θα επιχειρήσει να εφαρμόσει» το πρόγραμμά της και όχι «θα εφαρμόσει» διότι θεωρώ βέβαιο ότι θα υπάρξει αυθόρμητη κοινωνική αντίδραση στις απόπειρες της Κυβέρνησης να «περάσει» ακραία μέτρα και να εφαρμόσει «ακραίες» πολιτικές. Η αυθόρμητη αυτή αντίδραση, η οποία θα πολλαπλασιάζεται όσο η Ν.Δ. θα επιχειρεί να ανατρέπει και να ακυρώνει κοινωνικά κεκτημένα, θα δημιουργήσει συνθήκες ταξικής συνειδητοποίησης και θα πυροδοτήσει μια κοινωνική δυναμική, εξέλιξη που είναι σίγουρα θετική. Εδώ, βέβαια, θα παίξει σημαντικό ρόλο η ύπαρξη (απαραίτητη εκ των πραγμάτων) ενός σοβαρού, αξιόπιστου και οργανωμένου πολιτικού φορέα που θα μπορέσει να μετουσιώσει την κοινωνική αυτή δυναμική σε αποτελεσματική πολιτική δράση. Το να θα ακυρωθούν στην πράξη οι ανατροπές στα κεκτημένα που θα επιχειρήσει η Δεξιά, θα εξαρτηθεί από το πόσο αποτελεσματική θα είναι η λαϊκή αντίδραση.
Ας μην αγνοηθεί, επίσης, το ενδεχόμενο η Ν.Δ. να «βουτηχτεί» σχετικά σύντομα σε σκάνδαλα και ρεμούλες, σε διασπάθιση δημόσιου χρήματος και σε άνομες συναλλαγές. Είναι στο DNA της Δεξιάς να ταυτίζεται με σκάνδαλα και άνομη διαπλοκή, διότι οι δεξιοί έχουν εδραία την πεποίθηση ότι το Κράτος τους ανήκει, ότι είναι οι «νόμιμοι ιδιοκτήτες» της χώρας! Πόσο μάλλον τώρα που ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το σφιχταγκάλιασμα και – καλύτερα – η ταύτιση της Ν.Δ. του Μητσοτάκη με την ντόπια παρασιτική ολιγαρχία, τα οποία είναι πρωτοφανή,
β) ο «παρασκηνιακός» έλεγχος της Δικαιοσύνης ο οποίος είναι πλέον αυταπόδεικτος, γεγονός που προσδίδει στους δεξιούς ένα αίσθημα ασφάλειας και ατιμωρησίας,
γ) η αυτοδυναμία, η οποία τους δίνει την «ψευδαίσθηση» ότι έχουν όλο το πεδίο ελεύθερο να λειτουργήσουν κατά το δοκούν και ανεξέλεγκτοι,
δ) η ακόρεστη βουλιμία τους για άσκηση εξουσίας και για ανεμπόδιστη πρόσβαση στα Δημόσια Ταμεία, η οποία τους κάνει να μην κρατούν ούτε τα προσχήματα – όπως έπραξαν ουκ ολίγοι υποψήφιοί τους στην προεκλογική περίοδο.
Τα σκάνδαλα, λοιπόν, τα οποία με μαθηματική ακρίβεια θα ενσκήψουν, θα δημιουργήσουν έντονα προβλήματα στην νέα Κυβέρνηση και θα αποδομήσουν την κυριαρχία της και θα εξανεμίσουν την όποια κοινωνική αποδοχή.
Εδώ είμαστε και θα τα δούμε…
Η επικράτηση της Ν.Δ. οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην απόλυτη επικοινωνιακή της επικράτηση. Η επικοινωνιακή εκστρατεία της Ν.Δ. ήταν αδιανόητη από άποψη μεγέθους και – συνεπώς – κόστους. Το σύνολο σχεδόν του μηντιακού δυναμικού είχε στρατευθεί στο πλευρό της Ν.Δ. Οι μέθοδοι που μετήλθαν ήταν απίστευτοι, τόσο σε πλήθος όσο και σε ποικιλομορφία. Η παραγωγή fake news ήταν πρωτοφανής (ποιος ξεχνάει π.χ. τον «δημοσιογράφο» Λοβέρδο, τον αρχιερέα των fake news, ο οποίος αφού πρώτα «πέταγε» την «είδηση» εν συνεχεία – και αφού είχε δημιουργηθεί η αρχική αρνητική εντύπωση – τα «μάζευε» ή ακόμα τον Κεφαλογιάννη που σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση αναπαρήγαγε το αισχρό fake new της φωτογραφίας των δικτατόρων με τον – υποτίθεται – πατέρα του Τσίπρα. Το ότι αναγκάστηκε να τα μαζέψει λίγο αργότερα και να ανακαλέσει, ουδόλως επηρέασε. Η αρνητική εντύπωση είχε ήδη δημιουργηθεί. Σύγχρονες μορφές του παλιού κλασικού γκαιμπελικού «ρίξε ρίξε λάσπη – όλο και κάτι θα μείνει…»).
Στον ανελέητο επικοινωνιακό πόλεμο που είχαν στήσει τα μηντιακά «μαγαζιά» (τηλεοπτικά κανάλια, ραδιοφωνικοί σταθμοί, εφημερίδες πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας, sites, blogs, social media κ.ο.κ.) απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησαν ακόμα και το τρολλάρισμα, την χυδαιολογία και τη διακωμώδηση, την με κάθε μέσο αποδόμηση, συκοφάντηση και γελοιοποίηση του πρωθυπουργού (κυρίως) και των στελεχών της Κυβέρνησης. Αναλογιστείτε με πόση ευκολία και πόσες φορές αποκαλούσαν «ψεύτη» τον πρωθυπουργό…
Εκτός αυτών, η παραποίηση αλλά και η απόκρυψη γεγονότων ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ποιος θα μπορούσε και με ποιον τρόπο, άραγε, να αντιμετωπίσει την επικοινωνιακή αυτή καταιγίδα;
Ούτε ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει την αντίστοιχου ύφους και μεγέθους (ανάλογα με τα διαθέσιμα μέσα εκείνης της εποχής, βέβαια) επιχείρηση σπίλωσης και κατασυκοφάντησης («σιδερένιος», «pampers» κλπ.), ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ) είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει μιαν αντίστοιχη μαζική εκστρατεία αποδόμησής του («Τζέφρυ», «ποδήλατο» κλπ.).
Αυτό όμως που είναι κοινό και στις τρεις αυτές προσωπικότητες και στις τρεις αυτές περιπτώσεις (Ανδρέας, ΓΑΠ, Τσίπρας), είναι ότι ο ανελέητος αυτός πόλεμος εναντίον τους ξεκίνησε και γιγαντώθηκε όταν οι πολιτικές τους έθιξαν επί της ουσίας τα «κατεστημένα» συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας. Γνωστά τα γεγονότα, για να αναφερθεί ένα μόνο παράδειγμα από κάθε περίοδο: απόπειρα «διεμβολισμού» του ιδιότυπου καρτέλ των μέσων ενημέρωσης (Ανδρέας), «κοινές» και «προνομιούχες» μετοχές των ανακεφαλαιοποιημένων τραπεζών (ΓΑΠ), κοστολόγηση της παραχώρησης των δημόσιων συχνοτήτων της τηλεόρασης (Τσίπρας) κ.ο.κ.
Και αν για τον Ανδρέα επιφύλαξαν Ειδικό Δικαστήριο, για τον ΓΑΠ δεν χρειάστηκε διότι «έκανε πίσω» μόνος του. Για τον Τσίπρα θα δείξει, τι του επιφυλάσσουν… Οι απειλές πάντως για «φυλακές» έχουν ήδη εκτοξευθεί (π.χ. από τον Άδωνη Γεωργιάδη) χωρίς ποτέ να «μαζευτούν» από την ηγεσία της Ν.Δ. Ίδωμεν…
Όπως συμπεραίνω, απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η Ν.Δ. έχει μπροστά της μια σχετικά «άνετη» 4ετία, εκτός εάν η κοινωνική αντίδραση και αντίσταση στις επερχόμενες πολιτικές ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα.
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, αλλά χωρίς να υποστεί τη συντριβή που σχεδόν όλοι προανήγγειλαν (και ενδόμυχα, πολλοί, επιθυμούσαν). Η απώλεια ενός ποσοστού της τάξης του 4% μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης (τα 3, σχεδόν, εκ των οποίων ήταν σε πλαίσιο μνημονιακών δεσμεύσεων και επιτροπείας) δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση «συντριβή». Θυμίζω ότι και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα έχασε περίπου 3,5% από το 1981 μέχρι το 1985, μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης (μιας άκρως φιλολαϊκής και επιτυχημένης περιόδου διακυβέρνησης).
Το καίριο όμως σημείο δεν είναι εκεί. Το καθοριστικό ζήτημα έγκειται στο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη μορφή που έχει, θα μπορέσει ποτέ να εδραιωθεί ως ο κύριος εκφραστής της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης στη χώρα μας. Εάν θα μπορέσει να αποτελέσει το μεγάλο, πλειοψηφικό, μαζικό και νικηφόρο πολιτικό σχηματισμό που θα ανατρέψει τη Δεξιά και θα προωθήσει την υπόθεση του Σοσιαλισμού.
Θεωρώ πως δεν μπορεί. Οι εγγενείς ανεπάρκειές του, σε επίπεδο τόσο οργανωτικό, όσο και ιδεολογικό, δεν μπορούν να συμβάλλουν σ’ αυτό το ζητούμενο.
Εξηγούμαι: Ο ΣΥΡΙΖΑ, η μετεξέλιξη στην ουσία του «Συνασπισμού της Αριστεράς & της Προόδου», «κουβαλώντας» όλες τις παθογένειες, τις αγκυλώσεις και τις ιδεοληψίες του ΚΚΕ εσωτερικού, παρέμενε εγκλωβισμένος σε μια σεχταριστική και «ελιτίστικη» αντίληψη της πολιτικής δράσης. Η δε εκλογική γιγάντωσή του (η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της εξουσίας του 2015) δεν επήλθε παρά μόνο με τη μαζική ψήφισή του από εκατοντάδες χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες, πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Όμως ο «μηχανισμός» του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ποτέ να αξιοποιήσει αυτή την πολιτική «μετάγγιση» και να μαζικοποιήσει τις Οργανώσεις του, να αποκτήσει διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Προς τιμήν του ο Τσίπρας – έστω και χθες το βράδυ, «κατόπιν εορτής», βέβαια – το αναγνώρισε και μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας ενός μαζικού δημοκρατικού φορέα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιολόγησε τον τίτλο του. Δεν ριζοσπαστικοποίησε την κοινωνία και το Κίνημα, παρά μόνο έβαλε στην ατζέντα ορισμένα ζητήματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «περιθωριακά» (π.χ. ΛΟΑΤΚΙ, μεταναστευτικό). Όμως, ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, είναι η εδραίωση μιας διαφορετικής ρηξικέλευθης αντιμετώπισης της συγκυρίας, η εναλλακτική προοπτική, η δημιουργία συνθηκών διαρκούς «αμφισβήτησης» της καταστημένης αντίληψης. Και στην κατεύθυνση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα κατάφερε. Βέβαια, δεν είναι και εύκολο να καταφέρεις να «ριζοσπαστικοποιήσεις» μια συντηρητική κοινωνία, με χρόνιες «αγκυλώσεις», όταν δεν διαθέτεις το κατάλληλο δυναμικό και τους κατάλληλους μηχανισμούς…
Η «Προοδευτική Συμμαχία», η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο, δεν συνέβαλε στην κατεύθυνση δημιουργίας αυτού του μαζικού πολιτικού φορέα της Αριστεράς, που ήταν απαραίτητο να αντιπαρατεθεί στη διαφαινόμενη Δεξιά επέλαση. Δεν συνέβαλε, αφενός γιατί ήταν πολύ καθυστερημένη η συγκρότησή της, αφετέρου έγινε σε λάθος βάση. Χωρίς πολιτική και προγραμματική ώσμωση – που θα οδηγούσε στην πολιτική ομογενοποίηση, χωρίς οργανωτική δομή. Με λίγα λόγια, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Παρέμεινε απλά μια συγκυριακή άθροιση προσώπων (ούτε καν πολιτικών), απόπειρα εξ αρχής καταδικασμένη. Too little, too late…
Η δημιουργία ενός πολιτικού φορέα που θα εκφράσει συνολικά την Δημοκρατική, Αριστερή, Προοδευτική Παράταξη της χώρας, είναι ένα εγχείρημα που πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, όπως, επιγραμματικά, θα αναφέρω στη συνέχεια. Πριν όμως θέλω να τονίσω ότι σκόπιμα αποφεύγω τη χρήση των όρων «Κεντροαριστερά», «Προοδευτικό Κέντρο» ή «Σοσιαλδημοκρατία», διότι οι μεν δύο πρώτοι, θεωρώ, ότι είναι ανιστόρητοι, ο δε τρίτος δεν νομίζω ότι μπορεί να εκφράσει τη σημερινή αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα είναι για έναν γνήσιο Σοσιαλιστικό Φορέα, θεμελιωμένο στα ιδεώδη της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, του πατριωτισμού, της ισότητας.
Εφόσον εκ των πραγμάτων ο νέος πολιτικός φορέας θα πρέπει να «συστεγάσει» προσωπικότητες, στελέχη, πολιτικές, με διακριτές διαφορές (και στο βαθμό που είναι ζητούμενο η διατήρηση της πολιτικής διακριτότητας), θα πρέπει να διαθέτει το μηχανισμό εκείνο που θα διασφαλίζει την τελική ομογενοποίηση των διαφόρων συνιστωσών. Η «Εθνική Λαϊκή Ενότητα», με σύγχρονους βέβαια όρους, προϋποθέτει αφενός την ύπαρξη μιας προγραμματικής συμφωνίας, αφετέρου εξασφαλίζει την αποτελεσματική συστράτευση όλων στην κατεύθυνση ενός κοινού στόχου, ενός κοινού Οράματος. Και το Όραμα είναι απαραίτητο να υπάρχει.
Όπως επίσης απαραίτητος είναι ο «καταλύτης» που θα εξασφαλίσει την αποτελεσματική διάδραση και την κοινή δράση των συνιστωσών. Και ο καταλύτης αυτός είναι το «Ενιαίο Κέντρο Καθοδήγησης», προσαρμοσμένο ανάλογα, βεβαίως, στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ο νέος φορέας πρέπει να είναι μαζικός. Πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα της επικοινωνίας και της διαλεκτικής σχέσης με την κοινωνία, με όλες τις λαϊκές δυνάμεις, με τα πλατιά στρώματα των «μη προνομιούχων». Ενδεχομένως η σημερινή εποχή να μην ευνοεί την δημιουργία οργανώσεων βάσης «λενινιστικού» τύπου (όπως τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80) αλλά να επιβάλλει την εφαρμογή νέων, καινοτόμων και πιο άμεσων μεθόδων επικοινωνίας και συμμετοχής. Σίγουρα, όμως, η αλληλεπίδραση με τη βάση και η πλατιά δημοκρατική λειτουργία είναι απαραίτητοι όροι για τη δημιουργία και την εδραίωση του μαζικού, νικηφόρου πολιτικού φορέα της Προοδευτικής Παράταξης.
Όμως, αυτή η συζήτηση πρέπει να ανοίξει, από όλους τους «εμπλεκόμενους» στην υπόθεση της Αριστεράς, της Δημοκρατικής Παράταξης. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ούτε το κατάλληλο σημείο να επεκταθώ περισσότερο. Όμως, λέω μόνο τούτο: ότι οι σημερινές συνθήκες ευνοούν την δημιουργία ενός νέου σχήματος, στα χνάρια και στις παρακαταθήκες της μετεμφυλιακής ΕΔΑ και του μεταδικτατορικού ΠΑΣΟΚ. Με σύγχρονους, όμως, όρους και χαρακτηριστικά.
4. Το ΚΙΝΑΛΛ, ως ένα υβρίδιο χωρίς σαφή στρατηγική στόχευση, χωρίς Όραμα και σχέδιο, αφού κινήθηκε επί μακρόν μεταξύ της ευθείας συμπόρευσης με τη Ν.Δ. και της καθολικής αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, ισορρόπησε (;) σε μια «φιλική» προς τη Ν.Δ. ουδετερότητα. Η αυτοδυναμία της Ν.Δ. έβγαλε τη Φώφη Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛΛ από την άβολη θέση να υποστούν την μέγιστη ντροπή της στήριξης της Κυβέρνησης του Μητσοτάκη. Υπό αυτή την έννοια, όλοι τους θα ένιωσαν, φαντάζομαι, μια τεράστια ανακούφιση μόλις συνειδητοποίησαν ότι η Ν.Δ. επιτυγχάνει την αυτοδυναμία. Όμως η πολιτική και προγραμματική του ένδεια, το γεγονός ότι το ΚΙΝΑΛΛ είναι ένας σχηματισμός έρμαιο των προσωπικών στρατηγικών των μεγαλο-στελεχών του, η απουσία στρατηγικής συμμαχιών με τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και το απροκάλυπτο «φλερτάρισμα» με τη Δεξιά εγγυώνται την σταδιακή αποδρομή του, έως την εξαΰλωσή του. Χαρακτηριστικό της αφερεγγυότητας του ΚΙΝΑΛΛ και της αναιμικής επιρροής του στα πλατιά στρώματα των δημοκρατικών πολιτών είναι η ελάχιστη αύξηση που κατέγραψε στις εκλογές. Αυτό που βαυκαλίζονται τα στελέχη του ΚΙΝΑΛΛ, ότι εδραιώθηκαν ως ένας διακριτός πόλος και ότι κατοχύρωσαν την πολιτική τους αυτονομία, θα αποδειχθεί φρούδα ελπίδα, πολύ σύντομα. Κι όχι γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ένας – μικρότερος, μεν, αλλά διακριτός – τρίτος «παίκτης» στο νέο δικομματικό σκηνικό, αλλά γιατί τον ρόλο αυτόν δεν μπορεί να τον διαδραματίσει ΑΥΤΟ το ΚΙΝΑΛΛ.
Προσωπικά, δεν βλέπω μέλλον στο εγχείρημα ΚΙΝΑΛΛ. Πιθανά, η μετεξέλιξή του όποιου τμήματος απομείνει – διότι προοιωνίζεται μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων του στο νέο, υπό δημιουργία, σχήμα της Προοδευτικής Παράταξης, να είναι η συμμετοχή του σε έναν νέο Φορέα, αμιγώς φιλελεύθερο, με όσα αντίστοιχου προσανατολισμού στελέχη αποχωρήσουν από τη Ν.Δ., όταν αρχίσει κι αυτής το φυλλορρόημα… Εξάλλου, σε μια δυτικοευρωπαϊκή αστική δημοκρατία, οι φιλελεύθεροι σχηματισμοί είναι «ευπρόσδεκτοι» από το σύστημα, ως ο απαραίτητος εταίρος – μπαλαντέρ.
5. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεί πάντα ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο σε κάθε ανάλυση της πολιτικής συγκυρίας στην μεταδικτατορική Ελλάδα. Ένα ιστορικό Κόμμα, που έχει προσφέρει πολλά στην υπόθεση της Αριστεράς στον τόπο, που για μεγάλα διαστήματα εγκολπώθηκε το σύνολο του προοδευτικού δυναμικού στη χώρα, που έχει προσφέρει όχι μόνο στρατιές αγωνιστών της υπόθεσης της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού, αλλά έχει ποτίσει με αίμα το δέντρο της Ελευθερίας της χώρας, πλέον έχει μετατραπεί σε ένα κόμμα χωρίς σύγχρονο λόγο, χωρίς αξιόπιστη και ρεαλιστική πρόταση για τη σημερινή συγκυρία. Εγκλωβισμένο σε ιδεοληψίες παλαιότερων δεκαετιών αρνείται πεισματικά να παρακολουθήσει τη σημερινή ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και, συνεπώς, αδυνατεί να προσαρμοστεί και να διατυπώσει πρόταση που θα συνεγείρει τις μάζες – όπως συνέβαινε παλαιότερα. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τον όρο «απολίθωμα» διότι οι αξίες και οι αρχές που διέπουν το ΚΚΕ είναι διαχρονικές και παναΝθρώπινες. Ο λόγος του και η πρακτική του – η οποία δεν ευνοεί τις όποιες συνεργασίες ή συμμαχίες – είναι αυτός που κρατά το ΚΚΕ στάσιμο, σε ποσοστά γύρω στο 5% επί σειρά εκλογικών αναμετρήσεων. Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που θα ευνοούσε την αύξηση της εκλογικής απήχησής του…
6. Βελόπουλος: Ήταν Χριστού θέλημα να μπει στη Βουλή! Στα σοβαρά τώρα, «κόμμα» (λέμε τώρα…) με αρχηγό κάποιον που πουλούσε γνήσιες χειρόγραφες επιστολές του Χριστού και παίρνει ποσοστό 3,5% και μπαίνει στη Βουλή δείχνει το μέγεθος της βαθιάς πνευματικής και πολιτισμικής κρίσης που διέρχεται ο τόπος. Δεν θέλω να σπαταλήσω περισσότερο χρόνο και μελάνι, δεν αξίζει τον κόπο. Θα τον αποβάλει η ίδια η εξέλιξη. Αφού βεβαίως διαδραματίσει πρώτα τον σκοπό για τον οποίον υπάρχει: να στεγάσει σε ένα πιο «συστημικό» σχήμα τα απομεινάρια της ναζιστικής και ακροδεξιάς πανίδας.
7. Ο Βαρουφάκης, ένας δανδής με υπερφίαλο και αλαζονικό στυλ και ύφος ομιλίας, ένας «αντισυστημικός» εκ του ασφαλούς, ένας καθηγητής οικονομικών σε δευτερο-τριτοκλασάτα Πανεπιστήμια της Αυστραλίας, ανυπόληπτος στο πλαίσιο της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας των οικονομολόγων, αφού κατόρθωσε και «έπεισε» τον αρχικά αδαή Τσίπρα και παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα σε πρωτοφανή καταστροφή (ως Υπουργός Οικονομικών), τελικά κατάφερε και «έπεισε» ένα ικανό τμήμα του πληθυσμού και «τρούπωσε» κι αυτός στο Κοινοβούλιο. Κατά την άποψή μου είναι μια – σε κάποιο βαθμό – αντίστοιχη περίπτωση με τον Βελόπουλο, στο πιο «αριστερό»… Θα τον περιθωριοποιήσει η ίδια η Ιστορία.
8. Ένα από τα πιο θετικά μηνύματα της κάλπης ήταν ότι η Χρυσή Αυγή έπαψε να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Με την διαβόητη δίκη στο τελευταίο της στάδιο, η απουσία κοινοβουλευτικού μανδύα (και – ενδεχομένως – ασυλίας) οδηγεί τους ναζιστές στο περιθώριο και στην περαιτέρω συρρίκνωση, έως την οριστική εξαφάνισή τους. Όταν θα έρθουν δε και οι ποινές, θα γραφεί ο επίλογος σε μια περίοδο ντροπής για τον Κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας. Επιτέλους.
9. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είναι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, το οποίο δεν θα ήθελα να σχολιάσω στην παρούσα ανάρτηση. Η αντίφαση, από τη μια της εξαιρετικής ιδεολογικής διαπάλης και αντίθεσης και από την άλλη της ουσιαστικά μηδενικής εκλογικής αποτύπωσης, είναι ένα συνεχιζόμενο φαινόμενο το οποίο πρέπει να αναλυθεί με τη δέουσα προσοχή και σε ιδιαίτερο χώρο.
Κλείνοντας την μακροσκελή ανάλυση έχω να προσθέσω μόνο:
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. ΠΑΝΤΑ.

Κόκκινος Οχτώβρης

8 Νοεμβρίου 2017

Ηταν Τετάρτη 25 Οκτώβρη 1917 (7 Νοέμβρη, σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο).
Ηδη, όλη την προηγούμενη νύχτα, οι επαναστατημένες μάζες καταλάμβαναν κυβερνητικά κτίρια και στρατηγικά σημεία της Αγίας Πετρούπολης. Με τις πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου, έμεναν μόνο τα Χειμερινά Ανάκτορα…
Στις 10:00 (π.μ.) η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δημοσίευσε διάγγελμα προς το Λαό της Ρωσίας, στο οποίο ανακοίνωνε την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης του Αλεξάντερ Κερένσκυ: “…Η υπόθεση για την οποία αγωνίστηκε ο λαός, η άμεση πρόταση δημοκρατικής ειρήνης, η κατάργηση της γαιοκτησίας των τσιφλικάδων, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, η δημιουργία σοβιετικής κυβέρνησης, έχει εξασφαλιστεί…”
Στις 07:00 (μ.μ.) δόθηκε τελεσίγραφο στην εγκλωβισμένη στα Χειμερινά Ανάκτορα Κυβέρνηση, το οποίο όμως απορρίφθηκε.
Στις 09:40 (μ.μ.) έπεσαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί από το καταδρομικό AURORA, στο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης. Αυτό ήταν το σύνθημα για την έφοδο και κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων από τους επαναστάτες.
Μέσα στα Χειμερινά Ανάκτορα είχαν απομείνει μερικές εκατοντάδες ευέλπιδες.
Περίπου στις 01.00 μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησε η έφοδος…
Τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου, όλα είχαν τελειώσει.
Γύρω στις 04:00 (π.μ.) ανακοινώνεται στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο είχε ξεκινήσει αργά το βράδυ της 25ης Οκτώβρη, η σύλληψη όλων των μελών της Προσωρινής Κυβέρνησης. Το συνέδριο αποφασίζει, ύστερα από πρόταση του Ανατόλ Λουνατσάρσκι (μετέπειτα Επιτρόπου Παιδείας), ότι “παίρνει την εξουσία στα χέρια του”.
…Κοίτα, οι άλλοι έχουν κινήσει,
έχει η πλάση κοκκινίσει,
άλλος ήλιος έχει βγει, σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη……